της Άννας Ρόδη
Θυμάμαι τον θείο μου τον Παναγιώτη χωμένο μέσα στο ημίφως του μαγαζιού του ανάμεσα σε ζεμπίλια, γαλλικά κλειδιά, σωλήνες, τενεκάκια και κάθε λογής σιδερικά. Στο βάθος υπήρχαν αραδιασμένα διάφορα είδη υγιεινής, δεξιά από την είσοδο ο πάγκος εργασίας με άπειρα μικρά και μεγάλα εργαλεία, βίδες και άλλα αντικείμενα και αριστερά ένα γραφείο γεμάτο σκόνη και λιγοστά χαρτιά, παρατημένα κάπου στο πλάι.
Πάνω σ’ αυτό για κάμποσο καιρό κειτόταν ξαπλωμένη και ανάσαινε με δυσκολία μια γάτα με άσθμα, εξαιτίας ενός τροχαίου ατυχήματος. Την είχε πατήσει μηχανάκι κι εκείνος τη μάζεψε από το δρόμο, τη γιατροπόρεψε και την κράτησε υπό την προστασία του μέχρι που ψόφησε. Έτσι κι αλλιώς το σπίτι του δεν έμενε ποτέ χωρίς γάτα κι ήταν πάντα φιλόξενο τόσο για τα ζώα όσο και για τους ανθρώπους.
Από τη δούλεψη και το μαγαζί του πέρασαν πολλά νεαρά παιδιά, που μάθαιναν μαζί του τη δουλειά του υδραυλικού και κανένα τους δεν έφυγε από κοντά του χωρίς να… αποκτήσει ένα ευφάνταστο και ταιριαστό στην προσωπικότητα του παρατσούκλι.
Ο θείος ήταν ένας άνθρωπος που δεν εντυπωσίαζε ιδιαίτερα με το παρουσιαστικό του, μάλλον κοντός, με πλούσια μαύρα μαλλιά, που, καθώς περνούσαν τα χρόνια, γκρίζαραν στους κροτάφους. Φορούσε συνήθως μια σκούρα ζακέτα, τις περισσότερες φορές στραβοκουμπωμένη, και ένα ξασπρισμένο τζίν παντελόνι, μες στη μουτζούρα της δουλειάς. Τα δάχτυλα του (δεν τα ξεχνάω εκείνα τα δάχτυλα!) ήταν δεμένα με χαρτοπετσέτες και σελοτέιπ σε διάφορα σημεία τους.
Πού καιρός και πού νοιάξιμο για αντισηψίες και κανονικά τσιρότα μετά από τόσα χτυπήματα και κοψίματα! Αλλά το ίδιο… τραυματισμένα ήταν και τα γυαλιά του, που συνήθως στο αριστερό τους μπράτσο ήταν τυλιγμένα με… επίδεσμο. Πίσω από τα χοντρά τζάμια τους κρυβόταν μια ανήσυχη, ζωηρή και διαπεραστική ματιά, που περνούσε τα πάντα και τους πάντες από… ακτινοσκόπηση και ψυχολογούσε τον καθένα με αξιοθαύμαστη ικανότητα.
Πάντα κάτι μαστόρευε και πάντα κάτι είχε να σχολιάσει με το πηγαίο χιούμορ του. Με αυτόν το δικό του ιδιαίτερο τρόπο προσέλκυε φίλους και γνωστούς, που μαζεύονταν στην κουζίνα του σπιτιού του και κουβέντιαζαν μαζί του με τις ώρες. Τα χειμωνιάτικα βράδια οι συζητήσεις, γύρω από το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, μπροστά στο τζάκι, όπου έψηνε πατάτες με βούτυρο μέσα σε αλουμινόχαρτο και με φίλευε, «άναβαν» κι έπαιρναν πολιτική χροιά.
Ωστόσο το έντονα εύθυμο στοιχείο που επικρατούσε δεν επέτρεπε να οδηγηθούν σε καβγάδες, τουλάχιστον εκείνες τις φορές που εγώ, μικρό παιδάκι τότε, ήμουν παρούσα μαζί με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν εντελώς αντιθέτων πολιτικών πεποιθήσεων από εκείνον. Πολλά άκουγα και λίγα καταλάβαινα. Το παράδοξο και μάλλον ασυμβίβαστο με την ηλικία μου ήταν ότι δε θυμάμαι να έπληττα και όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, πήγαινα και ξαναπήγαινα.
Απ’ αυτό το τραπέζι, που κάθε τόσο γινόταν χωνευτήρι ιδεών, περνούσαν κατά καιρούς πολλοί ενδιαφέροντες άνθρωποι. Γιατροί, ηθοποιοί, ζωγράφοι, όπως ο Νίκος Νικολάου, αλλά και απλοί άνθρωποι του μόχθου, που απολάμβαναν το καλό κρασί, τους μεζέδες και τις περιποιήσεις της πάντα παρούσας θείας Αφρούλας, την εύθυμη ατμόσφαιρα και τη συντροφιά του ίδιου.
Αν και ήταν πολυάσχολος, έβρισκε πάντα καιρό για μένα. Όταν η δασκάλα της πρώτης δημοτικού ρήμαζε τα παιδικά μου χεράκια με τη βέργα της και λεηλατούσε βάναυσα την ψυχή μου με τις προσβολές της, δήλωσε ότι θα πάει να τη δείρει κι ας τον πήγαιναν φυλακή και πως αυτό δεν τον ένοιαζε, γιατί ήταν μαθημένος από τέτοια. Επίσης τα πρωινά με παρακολουθούσε, για να δει, αν περνούσα προσεκτικά την Αφαίας, για να πάω στο σχολείο και τα μεσημέρια, όταν μ’ έβλεπε να περνάω από το μαγαζί κουρασμένη, με έβαζε πάνω στο παμπάλαιο μοτοσακό του και με πήγαινε στο σπίτι.
Καθώς μεγάλωνα και πάλευα να βρω το βηματισμό μου και να γνωρίσω τη ζωή, έτυχε, στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, να δω σε κινηματογράφο της Αθήνας τον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο» και έσπευσα με ενθουσιασμό να του το ανακοινώσω, μάλλον για να τον εντυπωσιάσω. Αντίθετα απ’ ό,τι πίστευα, εν τη αφελεία μου, εκείνος πανικοβλήθηκε και είπε στη μητέρα μου να με αποτρέψει από τέτοιου είδους παράτολμες ενέργειες, γιατί θα μου έκαναν φάκελο. Το ίδιο έκανε και αργότερα, όταν συμμετείχα στις πρώτες διαδηλώσεις, προσθέτοντας ότι μπορεί να κινδυνεύσει η σωματική μου ακεραιότητα και να με… σταμπάρουν για τα καλά.
Ένα πράγμα που επίσης δεν ξεχνώ είναι ότι σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού του δέσποζε ένα τεράστιο στα μάτια μου μαυρόασπρο πορτρέτο του Άρη Βελουχιώτη. Ήμουν πολύ μικρή τότε και νόμιζα ότι επρόκειτο για κάποιον ιερωμένο. Αργότερα, όταν πια ήξερα ποιος ήταν, έμαθα ότι η μητέρα του θείου και γιαγιά μου, που σ’ όλη της τη ζωή πάσχιζε να τον βάλει στον… ίσιο δρόμο, έπεισε κάποτε έναν παπά, να πάει να τον αγιάσει την παραμονή των Θεοφανείων. Εκείνος τον καλοδέχτηκε αλλά όταν τον ρώτησε που είχε τις εικόνες του, του έδειξε τον Άρη. Τι να κάνει κι ο παπάς; Άγιασε το σπίτι κι έφυγε.
Οι γονείς του Παναγιώτη ήταν ο Δημήτρης Πρωτονοτάριος και η Ζαφειρία Γιαννίτση και ο ίδιος γεννήθηκε το 1923 στην Αίγινα. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας που επέζησαν. Τα υπόλοιπα κατά σειρά γεννήσεως ήταν ο Σταύρος, η Ελένη και ο Σπύρος. Σε ηλικία 6 – 7 ετών, από μια παιδική αταξία, χτυπήθηκε με κλοτσιά από ένα μουλάρι. Απ’ αυτό το χτύπημα το μάτι του παρουσίασε στραβισμό και υπέστη βλάβη στο τύμπανο, που του προξένησε, όπως έλεγε, μια μόνιμη ενοχλητική βουή μέσα στο κεφάλι του και μερικές φορές έναν απίστευτο εκνευρισμό. Έπασχε από λαβύρινθο.
Ο πατέρας του, ένας αγαθός κι έντιμος άνθρωπος, διατηρούσε ένα φτωχικό ταβερνάκι στην οδό Μεριστού και τα οικονομικά της φαμίλιας ήταν πολύ περιορισμένα. Πέθανε μάλιστα πολύ νωρίς (λίγο μετά την Κατοχή) από όγκο στο κεφάλι. Η μητέρα του πάλι ήταν μια βαθιά θρησκευόμενη, αυστηρή και άκρως συντηρητική γυναίκα αλλά παρ’ όλ’ αυτά δε μπόρεσε να χαλιναγωγήσει την ανήσυχη φύση του πρωτότοκου γιου της. Σ’ αυτό συνέβαλαν βέβαια και οι ιδιαίτερες προσωπικές εμπειρίες του.
Στα κατοχικά χρόνια βρέθηκε να μένει στα Ταμπούρια, στο σπίτι της θείας του της Κατίνας, της αδερφής της μητέρας του, και να δουλεύει εργάτης στα Λιπάσματα (Δραπετσώνα). Ζούσε πολύ στερημένα και τα έβγαζε πέρα ιδιαίτερα δύσκολα. Τότε τον πήρε κοντά του ένας Γερμανός και του έμαθε την τέχνη του υδραυλικού. Όμως αυτό δεν ήταν το μόνο πράγμα που έμαθε στα Λιπάσματα. Εκεί ήταν που ήρθε σε επαφή με τις αριστερές ιδέες τις οποίες και ασπάστηκε. Από τότε η ζωή του άλλαξε. Άρχισε να διαβάζει εφημερίδες και βιβλία κι ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης.
Η θεία – Κατίνα, που αντιλήφθηκε την κατάσταση και με το ένστικτο της απλής λαϊκής γυναίκας προέβλεψε τα μπλεξίματα, ειδοποίησε τη μάνα του να τον… μαζέψει έγκαιρα από τον Πειραιά. Έτσι βρέθηκε ξανά στην Αίγινα, όπου με τις μικρές του οικονομίες αγόρασε απ’ τον κυρ – Αντωνάκη Χελιώτη (Γαλιάντρα) τον πάγκο της δουλειάς του και πάνω σ’ αυτόν άρχισε να φτιάχνει, στην αρχή τουλάχιστον, μπρίκια και κουβάδες. Ήταν καλός και έντιμος επαγγελματίας και γρήγορα απέκτησε αρκετούς πελάτες και φίλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το μάτι της αστυνομίας και των συνεργατών της δεν ήταν πάντα πάνω του.
Ο χαρακτήρας του άλλωστε ήταν απρόβλεπτος και αρκετά παράτολμος για έναν τόσο μικρό τόπο, όπου μαθεύονταν σχεδόν τα πάντα. Ο πολύ μικρότερος εξάδελφός του Σ. Γ. μου διηγήθηκε ένα περιστατικό που συνέβη γύρω στο 1945 με 1946. Αυτός και ο πατέρας του συνάντησαν τον Παναγή στο δρόμο. Κρατούσε ένα χωνί και φώναζε: «Προσοχή! Προσοχή! Σας μιλάει το χωνί του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ!». Τον σταμάτησε ο πατέρας του Σ., λέγοντας του: «Τι κάνεις εκεί, βρε Παναγή; Θα μας κάψεις όλους!».
Ο Σ.Γ. πρόσθεσε δύο ακόμη στοιχεία, που αφορούσαν αφενός το επάγγελμά του και αφετέρου τον τρόπο που αντιμετώπιζε τα πράγματα. Το πρώτο στοιχείο έχει να κάνει με κάποιους αγρότες της Επιδαύρου που του είχαν παραγγείλει τενεκεδάκια για το φύτεμα σπόρων ντομάτας. Για να τα φτιάξει, δούλευε με τις ώρες μέσα στο κρύο και ο Σ.Γ, παιδάκι τότε, τα μετρούσε και τα έβαζε σε σακιά και το δεύτερο ήταν ότι, κατά τη γνώμη του, ο Παναγής ήταν ο καλύτερος μάστορας στην εποχή του αλλά δεν ήξερε να διεκδικεί τα χρήματά του με αποτέλεσμα να του χρωστούν συνέχεια και αρκετές φορές τελικά να τα χάνει. Η αδελφή του συμπλήρωσε την εικόνα, αναφέροντας ότι σε κάποιους πολύ φτωχούς ανθρώπους έπαιρνε ελάχιστη ή και καθόλου αμοιβή. Τέλος, ο Γ. Β., που κουβέντιαζε πολύ μαζί του και μοιράζονταν τις ίδιες ιδέες, αναδεικνύει μια άλλη πλευρά της προσωπικότητας του. Λέει χαρακτηριστικά ότι, εκτός από τη δεδομένη επαγγελματική αξιοσύνη και το χιούμορ του, ήταν «ένας ήσυχος άνθρωπος και καλός φίλος και συναγωνιστής».
Στην Αίγινα, μετά το γυρισμό του από τον Πειραιά, βρήκε γρήγορα τους ομοϊδεάτες του με τους οποίους έκανε συντροφιά. Λίγοι και δακτυλοδεικτούμενοι ήταν οι αριστεροί στο νησί. Ένα βράδυ, μαζί με τους Δ. Χ., Γιώργο Καλαντζάκη (που αργότερα εξελέγη αρκετές φορές δημοτικός σύμβουλος με το Κ.Κ.Ε.), Δημήτρη Επιτρόπου (που πέθανε νέος από φυματίωση) και κάποιους άλλους γύριζαν από γλέντι αργά τη νύχτα «εν ευθυμία βρισκόμενοι» και περνούσαν μπροστά από τις Φυλακές. Εκεί άρχισαν να τραγουδούν με βροντερή φωνή το «Εμπρός της γης οι κολασμένοι». Το τραγούδι απλώθηκε γρήγορα σε εκατοντάδες στόματα πολιτικών κρατουμένων, που έγιναν ένα με την ελεύθερη νεανική παρέα. Οι ανθρωποφύλακες ενοχλήθηκαν πολύ με το συμβάν και ειδοποίησαν τη χωροφυλακή που έσπευσε να συλλάβει τους νεαρούς ταραξίες, πράγμα όχι δύσκολο. Κατά τη σύλληψή του Παναγιώτη ήταν παρών ο λιμενάρχης Αίγινας Χρήστος Κουμπανιός, ο οποίος τον χτύπησε στο κεφάλι και το χέρι με τον υποκόπανο του όπλου. Έπειτα τον οδήγησαν στο κρατητήριο, απέναντι από τη Μητρόπολη, εκεί που μέχρι πρότινος βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο «Γαλαξίας».
Στο κρατητήριο αιμορραγούσε και η αδελφή του Ελένη ζήτησε από γνωστό γιατρό του νησιού να πάει να τον εξετάσει αλλά εκείνος δεν πήγε (!!!). Τότε πήρε πανιά και οινόπνευμα και τα πήγε στη φυλακή. Με αυτά του καθάρισαν και του έδεσαν την πληγή οι σύντροφοί του και αυτό ήταν όλο. Νεαρό κορίτσι τότε, υπήρξε όμως μάρτυρας ενός ακόμη περιστατικού, που σημάδεψε τη ζωή της. Μια ομάδα γνωστών τραμπούκων της τοπικής κοινωνίας ζήτησε από τον διοικητή του αστυνομικού τμήματος να μπει μέσα στο κρατητήριο, για «να λιώσει» τους κομουνιστές. Δε γνωρίζει, αν τους δόθηκε η άδεια, αλλά κατευθύνθηκαν, κραδαίνοντας ρόπαλα και επιδεικνύοντας τις γροθιές τους, προς την είσοδο του κελιού. Η ίδια παρακολουθούσε μουδιασμένη και έντρομη τη σκηνή από τη γωνία της Μητρόπολης. Ο φρουρός ήταν ένας νεαρός φαντάρος που, καθώς φαίνεται, είχε φιλότιμο κι ευαισθησία. Στύλωσε ψύχραιμα το όπλο του και τους είπε κοφτά: «Όποιος θέλει, ας περάσει». Οι θρασύδειλοι εκείνοι βάρβαροι υποχώρησαν και οι έγκλειστοι γλίτωσαν τον ξυλοδαρμό ίσως και το θάνατο. Η Ελένη, η μητέρα μου, ακόμη και σήμερα, στα ογδόντα τέσσερα της χρόνια, συγχωρά τα πεθαμένα εκείνου του φαντάρου.
Μετά από κράτηση κάποιων ημερών, ο Παναγιώτης μεταφέρθηκε στο Μεταγωγών του Πειραιά, όπου έμεινε φυλακισμένος κάπου ένα μήνα. Εκεί γνώρισε τον Μιχάλη Πρωτονοτάριο του Βασιλείου που αργότερα, προς μεγάλη του λύπη, εκτελέστηκε, μαζί με άλλους δεκαοχτώ, στη μάντρα του νεκροταφείου της Αγίας Ειρήνης, στην Αίγινα (7 – 5 – 48).
Για πολύ καιρό η οικογένεια Πρωτονοταρίου είχε να αντιμετωπίσει νυχτερινές εφόδους από χωροφύλακες, που στην πραγματικότητα είχαν επιφορτιστεί με το… καθήκον να τρομοκρατούν τις οικογένειες των αριστερών. Ένα τέτοιο περιστατικό είχε πρωταγωνιστή το χωροφύλακα Θόδωρο Χουλιάρη. Αυτός χτύπησε επιτακτικά την πόρτα του σπιτιού, αργά τη νύχτα κι, αφού προκάλεσε φόβο και ανησυχία τις γυναίκες, φώναξε έντονα: «Παναγή, σήκω επάνω». Όταν εκείνος σηκώθηκε άρον άρον από το κρεβάτι, τον έβαλε να υπογράψει ένα χαρτί που έλεγε ότι έγινε έλεγχος στο σπίτι, είπε ένα ξερό «καληνύχτα, σας» κι έφυγε μαζί με τη συνοδεία του. Δίπλα στην πόρτα ήταν μονίμως κολλημένο ένα χαρτί με τα ονόματα των ενοίκων του σπιτιού και οι χωροφύλακες ήρθαν κι άλλες φορές για έλεγχο ή, πιο συχνά, με σκοπό την κατατρομοκράτηση της οικογένειας, τα μέλη της οποίας έπεφταν συχνά εκείνα τα χρόνια θύματα αναίτιων και απρόκλητων προσβολών και επιθέσεων και από άλλους «αξιοσέβαστους στυλοβάτες της τάξης και της ηθικής» του νησιού.
Κάποια στιγμή στην Αίγινα μαθεύτηκε ότι η Χωροφυλακή συγκέντρωνε αριστερούς για τους τόπους εξορίας. Όντας κουρασμένος από την πολλή δουλειά, ο Παναγής αποφάσισε να πάει να κοιμηθεί στο σπίτι της θεία – Κατίνας στους Άγιους Ασώματους. Άφησε όμως εντολή στην αδελφή του, αν έρθουν να τον ζητήσουν, να τους πει ότι θα παρουσιαστεί στο τμήμα μόνος του το πρωί. Παρ’ όλ’ αυτά κανείς δεν τον γύρεψε κι έμεινε με την απορία. Αργότερα έμαθαν από άνθρωπο της χωροφυλακής ότι ο τότε διοικητής δεν τον «έδωσε», γιατί τον είχε γνωρίσει, όταν του έφτιαχνε τα υδραυλικά, και πίστευε ότι ήταν ένας καλός άνθρωπος, που δεν ήταν άξιος να κάνει κακό σε κανέναν. Πάντως η κυρα – Ζαφειρία, για να τον αποτρέπει από τυχόν… αταξίες, δεν έπαυε να του υπενθυμίζει κάθε τόσο ότι του είχε έτοιμο «το μπόγο πίσω από την πόρτα».
Ο Μάκης ο Αγγελοκαστρίτης τον γνώριζε από μικρός κι έχει έντονες μνήμες από κείνον. Θυμάται ότι «έφτιαχνε υδραυλικά και μιλούσε πολιτικά». Τον εντυπωσίαζε το χιούμορ και οι λογικές κουβέντες του αλλά και η κόντρα του με το κατεστημένο. Είχε συνέχεια μπλεξίματα με τη χωροφυλακή αλλά και με τους χαφιέδες, που τον ακολουθούσαν ακόμη και στα γλέντια του. Μια φορά που τον έψαχναν κρυβόταν στο σπίτι της γιαγιάς του της Φιωρής, που ήταν κοντά στο δικό του στους Ασώματους.
Ήταν μάλιστα, καθώς αναφέρει, ένας από τους λίγους ανθρώπους που διάβαζε ελεύθερα εφημερίδα και σχολίαζε τα δημοσιεύματα σ’ εκείνες τις δύσκολες εποχές. Τέλος συμπληρώνει ότι ο Παναγής είχε στην κατοχή του ένα αντίτυπο «της Μαύρης Βίβλου της ΕΔΑ» (άλλο ένα είχε ο Καλαντζάκης), στο οποίο ήταν γραμμένο μεταξύ άλλων και το όνομα το δικό του.
Όσον αφορά τις εφημερίδες η γυναίκα του Αφρούλα αναφέρει ότι, κάποτε που τον κάλεσαν στο τμήμα, ο διοικητής θέλησε να τον «ψαρέψει» για τις εφημερίδες που διάβαζε, προσπαθώντας να… βγάλει λαβράκι. Σκόνταψε όμως πάνω στο χιούμορ και την εξυπνάδα του, που δεν τον εγκατέλειπαν ποτέ. Αφού του αράδιασε όλες τις εφημερίδες που έπαιρναν οι γείτονές του, εκείνος έγινε θηρίο και μπήκε στο ψητό, ρωτώντας τον, αν διάβαζε Ριζοσπάστη. Η απάντηση του ήταν: «Τι να σας πω, εγώ μαζεύω πολλές εφημερίδες, γιατί μ’ αυτές καθαρίζω τα εργαλεία μου». Τότε ο διοικητής, εκτός εαυτού, φώναξε να τον πάρουν από μπροστά του, για να μην τον… σκοτώσει.
Έξι χρόνια πριν από το θάνατό του ο έξυπνος και ιδιαίτερος αυτός άνθρωπος άρχισε να παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Προσωπικά θυμάμαι ότι, λίγο πριν να μας ξεχάσει σιγά – σιγά όλους κι ενώ υπέφερε από πονοκεφάλους και διάφορες άλλες ενοχλήσεις, έλεγε αγανακτισμένος: «Μ’ έφαγε ο κερατάς ο Κουμπανιός!». Φαίνεται πώς εκείνο το χτύπημα στο κεφάλι από το λιμενάρχη της Αίγινας ήταν καίριο και του έπαιξε τελικά άσχημο παιχνίδι: του στέρησε τα ήρεμα γηρατειά, που επιθυμεί κάθε άνθρωπος.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής του Ελένης, ο Κουμπανιός είχε το θράσος, όταν ο θείος αποφυλακίστηκε και, γυρίζοντας από τον Πειραιά, ανέλαβε πάλι το μαγαζί του, να πάει και να του ζητήσει να του… φτιάξει κάτι. Εκείνος έγινε έξαλλος και πήγε να του επιτεθεί. Παρενέβησαν η μάνα και η αδελφή, έσωσαν την κατάσταση και αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Όταν ρώτησαν το λιμενάρχη πώς μπόρεσε να πάει να ζητήσει ο,τιδήποτε από τον άνθρωπο στον οποίο είχε φερθεί τόσο άσχημα, εκείνος απάντησε ότι τότε (που τον χτύπησε) έπραττε το καθήκον του.
Ο Παναγιώτης Πρωτονοτάριος, ο θείος μου, έφυγε από τη ζωή αθόρυβα το καλοκαίρι του 2000, σε ηλικία εβδομήντα επτά ετών, καθαρός και τίμιος, χωρίς να εξαργυρώσει αργύρια προδοσίας και μένοντας πιστός στις ιδέες του. Υπήρξε ένας απλός, λαϊκός, εργαζόμενος άνθρωπος και παράλληλα νοήμων και παθιασμένος με τη ζωή. Με αυτό το κείμενο θέλησα να θυμίσω στους συμπατριώτες και τις συμπατριώτισσές μου και σ’ όσους άλλους ενδιαφέρονται το πέρασμά του από τη ζωή. Το αφιερώνω στη μνήμη του με σεβασμό κι αγάπη.
Ακολουθεί το ποίημα, που έγραψε για κείνον η εξαδέλφη του Αγγελική (Κική) Σαραντάκου και περιλαμβάνεται στην ποιητική της συλλογή «Με την άμπωτη», 1989, σ. 37.
Είναι κάτι φάροι στις έρημες ξέρες
που τους δέρνει το κύμα το καταχείμωνο
μα μένουν ασάλευτοι και φωτίζουν το πέλαγο.
Είναι κάτι φάροι σπαρμένοι στις θάλασσες
έξω απ’ τις πορείες των καραβιών,
για τους ψαράδες που ξεστρατίζουν τις νύχτες.
έξω απ’ τις πορείες των καραβιών,
για τους ψαράδες που ξεστρατίζουν τις νύχτες.
Σαράντα χρόνια σε σημαδεύαν στο στήθος
Κι εσύ να μένεις αμετανόητος κι αμετάπειστος,
Να μας διηγιέσαι, γαληνεμένος, τις ιστορίες σου…
Κι εσύ να μένεις αμετανόητος κι αμετάπειστος,
Να μας διηγιέσαι, γαληνεμένος, τις ιστορίες σου…
Μαρτυρίες
Αγγελοκαστρίτης Δαμιανός (Μάκης, φίλος του Παναγιώτη, πολύ μικρότερος σε ηλικία)
Β. Γ. (φίλος)
Γ. Σ. (εξάδελφος)
Πρωτονοταρίου Αφρούλα (σύζυγος)
Ρόδη Ελένη (αδελφή)
Ρόδης Παναγιώτης (γαμπρός)
Αγγελοκαστρίτης Δαμιανός (Μάκης, φίλος του Παναγιώτη, πολύ μικρότερος σε ηλικία)
Β. Γ. (φίλος)
Γ. Σ. (εξάδελφος)
Πρωτονοταρίου Αφρούλα (σύζυγος)
Ρόδη Ελένη (αδελφή)
Ρόδης Παναγιώτης (γαμπρός)
Ευχαριστώ πολύ τους ανθρώπους που μου έδωσαν τις μαρτυρίες τους και την Αγγελική (Κική) Σαραντάκου για το ποίημα της, που ομόρφυνε το κείμενό μου.
Σημειώσεις:
α) Σε τρεις περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν τα αρχικά των ονομάτων. Οι δύο πρώτες αφορούν ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, που είχαν την καλοσύνη να μου δώσουν τις μαρτυρίες τους, κι αυτό έγινε, γιατί οι ίδιοι δε γνωρίζουν καθόλου από διαδίκτυο και η έκθεση σ’ αυτό πιθανόν να τους κάνει να αισθανθούν άβολα. Η τρίτη έχει να κάνει με έναν ομοϊδεάτη του θείου μου του Παναγιώτη, που πιθανόν η οικογένειά τους να μην επιθυμεί επίσης μια τέτοιου είδους έκθεση και δε γνωρίζω προσωπικά κανέναν τους, για να τους ρωτήσω.
β) Αν και γνωρίζω το όνομα του γιατρού που κλήθηκε να εξετάσει το θείο μου τον Παναγιώτη στο κρατητήριο και δεν πήγε εκεί που τον καλούσε το καθήκον του, καθώς και ενός από τα μέλη της ομάδας που επιχείρησε να εισέλθει στο κρατητήριο για να χτυπήσει τους κρατουμένους, δεν τα αναφέρω, γιατί η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά εκείνους και όχι τους απογόνους ή τους συγγενείς τους.
πηγη: Σχεδία στ΄ Ανοιχτά της Αίγινας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου